- λαγιάζω
- 1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγάζω*, κατά τα ρ. σε -ιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.